- ἁδρομερῶς
- ἁδρομερήςof coarseadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημιδιαφανής — ές 1. ο ατελώς διαφανής, που δεν επιτρέπει την πλήρη διάβαση τών φωτεινών ακτινών 2. φρ. «ημιδιαφανή υλικά» τα σώματα εκείνα που επιτρέπουν μεν τη διέλευση τού φωτός μέσα από τη μάζα τους, αλλά διά μέσου τών οποίων διακρίνει κάποιος αδρομερώς την … Dictionary of Greek
στυλιζάρισμα — και στιλιζάρισμα, το, Ν [στυλιζάρω / στιλιζάρω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στυλιζάρω, καλλιτεχνική ή λογοτεχνική επεξεργασία με ορισμένο στυλ, με ορισμένη τεχνοτροπία 2. (καλ. τεχν.) η αναγωγή μιας μορφής στα ουσιαστικά μόνον… … Dictionary of Greek
στυλιζάρω — και στιλιζάρω Ν 1. λογοτ. επεξεργάζομαι ένα κείμενο δίνοντας του σωστή μορφή από άποψη ύφους 2. (καλ. τεχν.) ανάγω μία μορφή στα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της απεικονίζοντάς την αδρομερώς, παραλείποντας τις λεπτομέρειες και δίνοντάς της… … Dictionary of Greek
χονδρικός — (I) ή, ό, Ν [χόνδρος] (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χόνδρους ή εντοπίζεται στους χόνδρους (α. «χονδρικός ιστός» β. «χονδρικές κοιλότητες»). (II) και χοντρικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που δίνεται ή γίνεται κατά μεγάλες ποσότητες (α.… … Dictionary of Greek
χονδρόπλεκτος — η, ο, Ν ο πλεγμένος αδρομερώς, με άκομψο τρόπο και χωρίς λεπτομέρειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο) / χοντρ(ο) * + πλεκτός (< πλέκω). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek
χοντροπελεκώ — άω, Ν πελεκώ αδρομερώς … Dictionary of Greek